- τραπεζάρης
- ο, θηλ. -ισσα, ΝΜ(στο Βυζ.) ο τραπεζοκόμος τών μονών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + κατάλ. -άρης (πρβλ. λυρ-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τραπεζαρία — η, Ν [τραπεζάρης] 1. αίθουσα φαγητού 2. συνεκδ. το σύνολο τών επίπλων τής παραπάνω αίθουσας («άλλαξα την τραπεζαρία») … Dictionary of Greek
τραπεζαρείο(ν) — το / τραπεζαρεῖον, ΝΜ [τραπεζάρης] η αίθουσα όπου έτρωγαν οι μοναχοί στα κοινοβιακά μοναστήρια τού μεσαίωνα … Dictionary of Greek